κακάγορος

κακάγορος
κᾰκᾱγορος
1 speaking ill of others, slanderer ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους (Bergk: -όρος codd.) O. 1.53

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακαγόρος — κακαγόρος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος …   Dictionary of Greek

  • κακηγόρος — και δωρ. τ. κακαγόρος, ον (Α) αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”